θηλύφωνος

θηλύφωνος
θηλύ-φωνος, ον,
A with woman's voice, Ael.NA6.19; εὐγενὴς φιλοσοφία φεύγουσα τὸ θ. Eust. 10.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θηλύφωνος — θηλύφωνος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει γυναικεία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ά φωνος, καλλί φωνος] …   Dictionary of Greek

  • θηλύφωνον — θηλύφωνος with woman s voice masc/fem acc sg θηλύφωνος with woman s voice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύφωνα — θηλύφωνος with woman s voice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”